- εκθετικός
- -ή, -ό (AM ἐκθετικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση, περιγραφικόςνεοελλ.αυτός που χαρακτηρίζεται από εκθέτηαρχ.εκφραστικός, περιγραφικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκθετικός — expository masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθετικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έκθεση (βλ. λ.): Εκθετική οργάνωση. 2. (μαθ.), που χαρακτηρίζεται από τον εκθέτη (βλ. λ.): Εκθετική συνάρτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκθετικόν — ἐκθετικός expository masc acc sg ἐκθετικός expository neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθετικοῦ — ἐκθετικός expository masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθετικῆς — ἐκθετικός expository fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθετική — ἐκθετικός expository fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθετικήν — ἐκθετικός expository fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθετικῶς — ἐκθετικός expository adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)